- κιόνιο(ν)
- το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων](υποκορ. τού κίων) μικρός κίοναςμσν.1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλαςαρχ.κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές κέλυφος τών οστρακοδέρμων.
Dictionary of Greek. 2013.