κιόνιο(ν)

κιόνιο(ν)
το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων]
(υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας
μσν.
1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)
2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας
αρχ.
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές κέλυφος τών οστρακοδέρμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • περδίκι — Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι τέσσερις μικρότεροι οικισμοί, το Πλουμάρι (κάτ., υψόμ. 340 μ.), το Κιόνιο (κάτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”